- μουαρέ
- το άκλ. муар (ткань)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουαρέ — και μουάρ, το άκλ. 1. είδος υφάσματος, συνήθως μεταξωτού, με στιλπνή και κυματοειδή όψη 2. (τυπογρφ.) κακή εκτύπωση που έχει ως αποτέλεσμα οπτικά λεκιασμένη κατά τόπους εικόνα 3. φρ. «σχήμα μουαρέ» φυσ. το γεωμετρικό σχήμα που προκύπτει όταν ένα… … Dictionary of Greek
πολυχρωμία — Έγχρωμη τυπογραφική αναπαραγωγή ενός έγχρωμου πρωτότυπου. Όπως και στην έγχρωμη φωτογραφία, όλα τα χρώματα της ίριδας μπορούν να αναπαραχθούν με τρία βασικά χρώματα. Στην τυπογραφία τα χρώματα είναι: κίτρινο, κόκκινο (ματζέντα), μπλε και μαύρο,… … Dictionary of Greek